ωνιομανής

ωνιομανής
-ές, Ν
αυτός που πάσχει από ωνιομανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ώνιο + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ωραιο-μανής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • -μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… …   Dictionary of Greek

  • ωνιομανία — η, Ν [ωνιομανής] ιατρ. ιδεοληπτική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ακατανίκητη τάση για την αγορά διαφόρων αντικειμένων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”